Sex differences in mechanisms of pain hypersensitivity
Mogil JS, Parisien M, Esfahani SJ, Diatchenko L.
Neurosci Biobehav Rev. 2024;163:105749. doi: 10.1016/j.neubiorev.2024.105749.
Επιμέλεια κειμένου: Νικολέττα Νταλαρίζου, Ειδικευόμενη Αναισθησιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Λάρισας
Το γεγονός ότι οι γυναίκες αποτελούν την ξεκάθαρη πλειοψηφία των ατόμων που υποφέρουν από χρόνιο πόνο είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια. Η κυριαρχία του πόνου στις γυναίκες οφείλεται σε διαφορές που υπάρχουν τόσο σε ό,τι αφορά το κοινωνικό φύλο (π.χ. κοινωνικοπολιτιστικοί παράγοντες), όσο και σε ό,τι αφορά το βιολογικό φύλο (π.χ. βιολογικοί παράγοντες που σχετίζονται άμεσα ή έμεσσα με τις ορμόνες του φύλου). Παρόλα αυτά, μία πρόσφατη ανασκόπηση των Mogil και συν. αποκάλυψε ότι διαχρονικά ως και το 2015 το 79% των μελετών για τον πόνο χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά αρσενικά ποντίκια, ενώ μόλις το 4% των μελετών σε ανθρώπους ήταν μόνο σε άντρες. Για το λόγο αυτό, το 2016 το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ έκανε υποχρεωτική τη χρήση και των δύο φύλων στις προκλινικές μελέτες. Αυτή, αλλά και άλλες πολιτικές που λαμβάνουν το βιολογικό φύλο ως βιολογική μεταβλητή (sex-as-biological-variable, SABV), έχουν ως στόχο να μειώσουν τις προκαταλήψεις στη μελέτη του πόνου. Οι εφαρμογή πολιτικών SABV άνοιξε πιθανά το κουτί της Πανδώρας με νέα ευρήματα σχετικά με τις διαφορές των βιολογικών φύλων στον τρόπο που λειτουργούν οι μηχανισμοί του πόνου.
Η παρούσα ανασκόπηση μελέτησε τις διαφορές μεταξύ των βιολογικών φύλων ως προς την υπερευαισθησία στον πόνο, τη νευροανατομία και την κυτταρική βιολογία του πόνου, τη νευροχημεία του πόνου και τη μεταγραφωματική του πόνου.
Οι μελέτες για την υπερευαισθησία του πόνου φανερώνουν κάποιες διαφορές σχετιζόμενες με το βιολογικό φύλο, οι οποίες όμως ποικίλουν ανάλογα με το είδος του πόνου. Οι μελέτες για τον φλεγμονώδη πόνο, τον πόνο της αρθρίτιδας, της σκλήρυνσης κατά πλάκας, τον καρκινικό πόνο και το σύνδρομο σύμπλοκου περιοχικού πόνου έδειξαν περισσότερη υπεραισθησία στις γυναίκες.
Επιπρόσθετα φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές των βιολογικών φύλων στην φλοιϊκή και υποφλοιϊκή διαδικασία επεξεργασίας του πόνου. Η πιο μελετημένη κυτταρική διαφορά των βιολογικών φύλων είναι η εμπλοκή της μικρογλοίας του νωτιαίου μυελού στον χρόνιο πόνο των ανδρών, καθώς η αναστολή της λειτουργίας της μικρογλοίας αναστρέφει την μηχανική υπερευαισθησία των ανδρών, αλλά όχι των γυναικών. Πιθανά κάποιες από τις δράσεις της μικρογλοίας εξαρτώνται από το βιολογικό φύλο.
Η προλακτίνη και ο υποδοχέας επίσης φαίνεται πως έχουν ρόλο στις διαφορές σχετιζόμενες με το φύλο στον χρόνιο πόνο. Έχουν περιγραφεί ειδικά για τις γυναίκες ενδιαφέροντα και λεπτομερή κυκλώματα πόνου που περιλαμβάνουν την προλακτίνη. Εκτός από τις παραπάνω διαφοροποιήσεις, υπάρχει αρκετή πρόσφατη βιβλιογραφία για τον υποτιθέμενο ρόλο του βιολογικού φύλου σε μία ευρεία ποικιλία νευροχημικών, ανοσολογικών παραγόντων, υποδοχέων, διαύλων, μεταφορέων, μεταγραφικών παραγόντων και μοριών μεταγωγής που διαμεσολαβούν στην υπερευαισθησία του πόνου. Δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε και τις διάφορες οδούς έκφρασης των γονιδίων που εξαρτώνται από το φύλο. Από αυτές ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων σε ό,τι αφορά την ανοσολογική απάντηση των Τ βοηθών (ρύθμιση μέσω των Th1 για τις γυναίκες και μέσω των Th2 για τους άντρες).
Τέλος και η μεταγραφωματική φαίνεται να επηρεάζεται από τις διαφορές στο βιολογικό φύλο. Έχουν αναγνωριστεί πολλά γονίδια που ρυθμίζονται από τον πόνο και η ρύθμιση τους καθορίζεται από το βιολογικό φύλο.
Επομένως, ο φυλετικός διμορφισμός στη βιολογία του πόνου θα πρέπει να θεωρείται ως ένας όρος αλληλεπίδρασης παρά ως μία κεντρική δράση και οι περιβαλλοντικές αλληλεπιδράσεις του βιολογικού φύλου Χ εξηγούν περισσότερο την ποικιλομορφία στην ευαισθησία του οξέος πόνους από ότι το βιολογικό φύλο από μόνο του. Οι πολιτικές SABV που οδήγησαν στις δοκιμές αρσενικών και θηλυκών ατόμων μπορούν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη αποτελεσματικών αναλγητικών για όλους.