Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Πενήντα χρόνια κλινικών επιτευγμάτων και έρευνας στον πόνο: σταθμοί και βασικές τάσεις

(Basbaum AI, Jensen TS, Keefe FJ. Fifty years of pain research and clinical advances: highlights and key trends. Pain. 2023 Nov 1;164(11S):S11-S15. doi: 10.1097/j.pain.0000000000003058. PMID: 37831954.)

Επιμέλεια κειμένου: Παναγιώτης Βαρδάκης, ειδικευόμενος Αναισθησιολογίας, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου Κρήτης

Από την ίδρυσή της, η Διεθνής Ένωση για τη Μελέτη του Πόνου (IASP) έχει στόχο να προωθήσει την έρευνα υψηλής ποιότητας  στη διαχείριση του πόνου, μέσω ποικίλων προσεγγίσεων, συμπεριλαμβανομένων των επιστημονικών δημοσιεύσεών της (Pain and Pain Reports), βιβλίων, κατευθυντήριων οδηγιών, επιστημονικών συναντήσεων και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.

Στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται αναφορά σε σημαντικά  επιτεύγματα προόδου και τάσεις στους εξής τρεις τομείς: βασική προκλινική έρευνα, κλινική έρευνα και ψυχολογική έρευνα.

Σε προ κλινικό επίπεδο τα τελευταία 50 χρόνια έχουν αποσαφηνιστεί πολλαπλοί μηχανισμοί, σχετιζόμενοι με την ανάπτυξη οξέος και χρόνιου πόνου. Οι κυριότεροι αφορούν τις διεργασίες περιφερικής και κεντρικής ευαισθητοποίησης,  τις μεταγραφικές αναλύσεις των πρωτογενών νευρώνων και των νευρώνων του οπίσθιου κέρατος του νωτιαίου μυελού και μη νευρικών κυττάρων, την ανάπτυξη  αλγοϋποδοχέων επαγόμενων από πολυδύναμα βλαστοκύτταρα (iPSC)  αλλά και την ανακάλυψη της  νωτιαιο-παραβραχιακής οδού  και των συνδέσεών της στα τρωκτικά. Η ανάπτυξη ζωικών μοντέλων πόνου παρείχε σημαντικές πληροφορίες για την κατανόηση των μηχανισμών του πόνου και για τη μελέτη νέων θεραπειών. Τρεις σταθμοί με κλινική εφαρμογή είναι άξιοι λόγου. Πρώτον, η απόδειξη, αρχικά σε τρωκτικά, ότι η ενδορραχιαία μορφίνη ασκεί ισχυρότατη αναλγητική δράση. Δεύτερον, η αναγνώριση παραλληλισμών μεταξύ προκλινικών φαινομένων ανασταλτικού ελέγχου επιβλαβών ερεθισμάτων   και της τροποποίησης του πόνου σε ασθενείς. Και τρίτον, ίσως η πιο επιτυχημένη μεταφορά από την προκλινική έρευνα στην κλινική πράξη αφορά την ανακάλυψη του πεπτιδίου που σχετίζεται με το γονίδιο της καλσιτονίνης (CGRP). Εκεί βασίστηκε η ανάπτυξη παραγόντων έναντι του CGRP και των υποδοχέων του με ευρεία κλινική εφαρμογή στις ημικρανίες. Τέλος, δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί η ανακάλυψη των καναλιών TRPV1 και Piezo και πολλαπλών υποδοχέων οπιοειδών και ενδορφινών. Ωστόσο ιδιαίτερα απογοητευτικό είναι ότι δεν υπάρχει ακόμα αξιόπιστος βιοδείκτης για τον πόνο.

Αρκετά ήταν και τα ορόσημα στην κλινική έρευνα πάνω στον πόνο τα τελευταία 50 χρόνια, με το πιο αξιοσημείωτο την αμοιβαία ανταλλαγή γνώσεων και ιδεών μεταξύ βασικών και κλινικών επιστημόνων του πόνου. Η βασική κλινική έρευνα ανέδειξε τη σχέση κυκλωμάτων των οπιοειδών με  την κατιούσα αναστολή. Σε συνδυασμό δε, με το γεγονός ότι τα ενδορραχιαία οπιοειδή παρέχουν ισχυρή αναλγησία, αυτό είχε ισχυρό αντίκτυπο στην διαχείριση του οξέος και του καρκινικού πόνου. Επίσης, εισήχθη η έννοια της πολυπαραγοντικής αναλγησίας για την αποτελεσματικότερη διαχείριση του πόνου. Ακόμη, την δεκαετία του ’90, πολλές κλινικές μελέτες ανέδειξαν την αποτελεσματικότητα μερικών αντικαταθλιπτικών και των γκαμπαπεντινοειδών στον νευροπαθητικό πόνο και το ενδιαφέρον της κλινικής έρευνας στράφηκε στην θεραπεία του πόνου με βάση τον παθογενετικό μηχανισμό. Τέλος, η ανάπτυξη πολυδιάστατων εργαλείων αξιολόγησης του πόνου πιθανότατα να αποσαφηνίσει μηχανισμούς πίσω από κοινά αλγεινά σύνδρομα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η έρευνα στον πόνο σχετιζόμενη με την ψυχολογία εστίασε στο βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο του πόνου και διαμορφώθηκαν νέες στρατηγικές αξιολόγησης και θεραπείας. Κατά την δεκαετία του 1980 αυξήθηκε η χρήση τυποποιημένων ψυχoμετρικών οργάνων, οδηγώντας στην παραδοχή ότι τα άτομα που βιώνουν πόνο ποικίλλουν ως προς τη ψυχολογική τους λειτουργία, γεγονός που μπορεί να καθοδηγήσει το είδος της θεραπείας, όπως η ηλεκτρομυογραφική βιοανάδραση και η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία. Το σημαντικό είναι ότι το πρόσφατο ενδιαφέρον για την ψυχοθεραπεία δεν οφείλεται μόνο στο πιθανό όφελος στη διαχείριση του οξέος και εμμένοντος πόνου, αλλά και στην πιθανότητα περιορισμού της μακροχρόνιας χρήσης οπιοειδών. Τέλος, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος βρίσκεται η ανάπτυξη νέων στρατηγικών διάδοσης αυτών των θεραπειών, ώστε να είναι εύκολα διαθέσιμες στους ασθενείς, που τις χρειάζονται και θα επωφεληθούν από αυτές.

Συμπερασματικά, παρά την πρόοδο στην έρευνα και την κλινική πρακτική του πόνου από την ίδρυση της IASP, η ικανότητα μας να κατανοήσουμε πλήρως και να διαχειριστούμε τον πόνο είναι περιορισμένη. Ωστόσο, οι επερχόμενες εξελίξεις στη βασική και στην εφαρμοσμένη επιστήμη του πόνου θα συμβάλλουν στην επίτευξη του κοινού στόχου: της μείωσης του πόνου και του ‘’υποφέρειν’’.

Διαβάστε περισσότερα…