Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Συστηματική ανασκόπηση των κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών σχετικά με τον βελονισμό για χρόνιο μυοσκελετικό πόνο.

Ho L, Lai CNT, Chen H, Law SW, Yu ECL, Lam FPY, Cheung YC, Wu IX, Wong SYS, Sit RWS.

BMC Complement Med Ther. 2025;25(1):322. doi: 10.1186/s12906-025-05070-y.

Επιμέλεια κειμένου: Νταλαρίζου Νικολέττα, Ειδικευόμενη Αναισθησιολογίας, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας

Η παρούσα συστηματική ανασκόπηση εξετάζει τις κατευθυντήριες οδηγίες (CPGs) που αναπτύχθηκαν την τελευταία δεκαετία για τη χρήση του βελονισμού στη διαχείριση χρόνιου μυοσκελετικού πόνου, με έμφαση στην οστεοαρθρίτιδα, την οσφυαλγία, την αυχεναλγία και τον πόνο του ώμου. Συνολικά, στις εννέα ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων όπου πραγματοποιήθηκε η αναζήτηση εντοπίστηκαν δεκαεπτά κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες περιελάμβαναν τριάντα πέντε κλινικές συστάσεις. Η πλειονότητα των οδηγιών προήλθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ οι περισσότερες είχαν ολιστικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας συμβατικές και συμπληρωματικές παρεμβάσεις. Οι μορφές βελονισμού που εξετάστηκαν ποικίλλαν, με τον παραδοσιακό χειροκίνητο βελονισμό να καταγράφεται ως η πιο συχνά μελετημένη πρακτική, ακολουθούμενη από τον ηλεκτροβελονισμό, τον βελονισμό με λέιζερ και τον βελονισμό θερμής βελόνας (moxa). Ωστόσο, μόνο περιορισμένος αριθμός κατευθυντήριων οδηγιών παρείχε λεπτομερή στοιχεία για το πρωτόκολλο εφαρμογής, τα σημεία βελονισμού ή για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες.

Οι κοινά αποδεκτές κατευθυντήριες συστάσεις συγκλίνουν στο ότι ο βελονισμός δύναται να αξιοποιηθεί ως συμπληρωματική θεραπευτική επιλογή κυρίως στην αντιμετώπιση του χρόνιου άλγους ώμου και της μη ειδικής οσφυαλγίας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου τα συμβατικά φαρμακολογικά ή φυσικοθεραπευτικά σχήματα δεν επαρκούν. Αντιθέτως, για την οστεοαρθρίτιδα ισχίου και γόνατος, καθώς και για την αυχεναλγία, οι συστάσεις εμφανίζουν μικρότερη ομοιογένεια, με αρκετές επιτροπές να υιοθετούν επιφυλακτική στάση ή να αποφεύγουν τη διατύπωση σαφούς κατεύθυνσης.

Όσον αφορά την ασφάλεια της πρακτικής, οι περισσότερες οδηγίες αναφέρουν τις ανεπιθύμητες ενέργειες του βελονισμού ως ήπιες και παροδικές, όπως το τοπικό άλγος στο σημείο εισόδου της βελόνας, μικρές αιμορραγίες ή εκχυμώσεις και περιστασιακά ζάλη ή αίσθημα λιποθυμίας. Σοβαρές επιπλοκές, όπως ο πνευμοθώρακας και η λοίμωξη, θεωρούνται εξαιρετικά σπάνιες, αλλά υπογραμμίζεται η σημασία εφαρμογής της μεθόδου από επαγγελματίες με την απαραίτητη εκπαίδευση και παράλληλη τήρηση των προδιαγραφών ασφαλείας σε κατάλληλο κλινικό περιβάλλον.

Εξετάζοντας την αποτελεσματικότητα του βελονισμού, το 60% των συστάσεων ήταν θετικές ή υποστηρικτικές της χρήσης βελονισμού, στο 22,9% δεν είχε ληφθεί σαφής θέση, ενώ στο 17,1% οι συστάσεις είχαν αποθαρρυντικό χαρακτήρα. Οι περισσότερες θετικές οδηγίες αφορούσαν τον πόνο του ώμου και την οσφυαλγία, αν και καταγράφηκαν αντιφάσεις μεταξύ χωρών και οργανισμών. Η αξιολόγηση με το εργαλείο AGREE II ανέδειξε γενικά υψηλή μεθοδολογική ποιότητα, ιδίως στους τομείς του σκοπού, της σαφήνειας και της μεθοδολογικής αυστηρότητας, ενώ χαμηλότερες επιδόσεις παρατηρήθηκαν στον τομέα της εφαρμογής. Παρά ταύτα, μόνο ένα μικρό ποσοστό συστάσεων στηρίχθηκε σε υψηλής ποιότητας τεκμήρια (Grade A, 8,6%).

Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η θέση του βελονισμού στη διαχείριση χρόνιου μυοσκελετικού πόνου παραμένει αμφιλεγόμενη, γεγονός που αντανακλά τόσο τις ελλείψεις στην ερευνητική τεκμηρίωση όσο και τις πολιτισμικές και κλινικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο χρήσης του. Προτείνεται η ανάπτυξη τοπικών κατευθυντήριων οδηγιών με αυστηρά καθορισμένη μεθοδολογία, καθώς και η ενίσχυση της κλινικής έρευνας, ώστε οι μελλοντικές συστάσεις να εδράζονται σε υψηλής ποιότητας αποδεικτικό υπόβαθρο.